Ο άγιος Νικόλαος ο Πλανάς Η Εκκλησία τιμά την μνήμη του στις 2 Μαρτίου. Γεννήθηκε στη Νάξο το 1851 και κοιμήθηκε στην Αθήνα το 1932. Θα κάνουμε μια προσπάθεια να παρουσιάσουμε τον παπα-Νικόλα, τον απλοϊκό
ποιμένα των απλοϊκών προβάτων, στις σχέσεις με τους ενορίτες του, όπως φαίνονται
από το βιβλίο της μοναχής Μάρθας.
Η σχέση
που καλλιεργεί ο ιερέας με τους ενορίτες τους είναι το μέτρο με το οποίο
μετρά κανείς την προσπάθεια που καταβάλλεται. Μέτρο δεν είναι το πολυπληθές,
και συνήθως απαθές, εκκλησίασμα. Ο παπα-Νικόλας αδιαφορεί για το
πλήθος κι ενδιαφέρεται για το πώς θα τους κάνει μετόχους της αγιαστικής
χάριτος των μυστηρίων. Ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε για το βαθμό των κοινωνικών γνωριμιών των
«παιδιών» του και για όλα τα προβλήματα τους «διανυκτέρευε σχεδόν,
προσευχόμενος» κι ας είχε λειτουργήσει με το δικό του, μοναδικό
τρόπο την προηγούμενη και θα λειτουργούσε και τη μέρα που θα ξημέρωνε
(αναφέρεται ότι η λειτουργία παρ’ αυτώ διαρκούσε 9-10 ώρες…)
|
|
Στη σχέση με τους ενορίτες κυριαρχούσε ο σεβασμός της
ιδιαιτερότητας του προσώπου. Εκτός από την ξεχωριστή σε κάθε
λειτουργία μνημόνευση όλων των ονομάτων βλέπουμε να μη
συμπεριφέρεται ομοιόμορφα και κατά την εξομολόγηση, Ανάλογα με τις δυνάμεις και
την πνευματική προκοπή του εξομολογούμενου καθόριζε τη νηστεία, Για τον κάθε
ενορίτη του και πνευματικό παιδί του δείχνει ιδιαίτερο
ενδιαφέρον στις στιγμές της θλίψεως «κατέβασε τον ουρανό στη γη, από την
αδιάκοπη κι εγκάρδια προσευχή». Νιώθει τα ξεχωριστά ατομικά προβλήματα
«άκουσε με προσοχή και συμπόνια, …είπε ότι θα προσευχηθεί». Και όταν κάνει
παρατηρήσεις τις κάνει με πολύ ευγένεια, διακριτικότητα αλλά και αμεσότητα.
Στους υποτακτικούς του προσπαθεί να δώσει τη σωστή ιεράρχηση των
αξιών. Δεν τους πιέζει να συμμετάσχουν πουθενά, αλά όπου συμμετέχουν πρέπει να
συμμετέχουν ολόψυχα. «Ήρθαμε να αγρυπνήσουμε, όχι να
κοιμηθούμε…» είπε σε κάποιον που αποκοιμήθηκε κατά την ώρα της αγρυπνίας.
Όταν πρόκειται να κάνει κάτι το καινούργιο, που θα έχει επίπτωση στους γύρω
του, ρωτάει «τι λες να συνεχίσουμε και εμείς αυτό; (την προσευχή των
Ακοίμητων)» και σέβεται την απάντηση της υποτακτικής του
χωρίς να προσπαθήσει να επιβάλλει τη γνώμη του. Δε διστάζει να ζητήσει συγγνώμη από τους συνεργάτες του όταν καταλαβαίνει
ότι η προσωπική του επιθυμία και διάθεση για συνέχιση του αγώνα και της
προσευχής, τους κουράζει: «σας παιδεύω, παιδιά μου, να με
συγχωρέσετε», «να με συγχωρέσεις… είμαι λιγάκι παράξενος!»
Όλες του οι ενέργειες είχαν ως αποτέλεσμα το γαλήνεμα του εσωτερικού κόσμου
όσων τον πλησίαζαν. «Αποφάσισαν να τον φέρουν (ένα
δαιμονισμένο) στο μικρό και ήσυχο λιμανάκι, εκεί που κατέφευγαν όλες οι
κυματοδαρμένες από τις φουρτούνες της ζωής ψυχούλες». Ακόμη και η κουβέντα
που είπε σε κάποιον στεναχωρημένο αμαξά «δεν πειράζει παιδί μου,
πηγαίνω με τα πόδια», αντανακλούν τη γαλήνη που έκρυβε μέσα του. Η γαλήνη αυτή έκανε τον
άλλον να παραμερίζει οποιαδήποτε εμπόδια και καλλιεργούσε την ειρήνη στις
μεταξύ τους σχέσεις.
|
Ως καλός
ποιμένας γνωρίζει καλά το ποίμνιο του και προσπαθεί να το γνωρίσει ακόμη
καλύτερα. Όταν μια
φορά είχε μείνει από πρόσφορο και δεν θα μπορούσε να τελέσει τη Θεία
Λειτουργία έστειλε να ζητήσουν από τις γυναίκες «που ήξερε πως πάντα είχαν
πρόσφορο». Ανακαλύπτει ένα κρυμμένο λεπρό και τον εντάσσει στα πλαίσια των
ασχολιών του. Προσπαθεί να νιώσει την ουσία των προβλημάτων και μετά να
προσφέρει τη βοήθεια του. Αυτό του δίνει την άνεση να έχει ξεκάθαρη στάση
απέναντι τους και να μην τους κάνει να πικραίνονται ποτέ γιατί έβλεπαν ότι ο παπα-Νικόλας δεν έβλεπε τον
άνθρωπο μόνο ως ψυχή αλλά και ως σώμα και κατά πρώτον λόγο έπρεπε να
καλυφθούν οι σωματικές ανάγκες και μετά να προσεγγιστεί ο πιστός και από την
«πνευματική» σκοπιά.
|
«Προσφέρθηκε να βάλει την περιουσία του ενέχυρο, για να σωθεί ο πλησίον
του», «ένα γεροντάκι τον επισκεπτόταν δις της εβδομάδας και τον συντηρεί σχεδόν
(ο παπα-Νικόλας)» -βλέπουμε ότι δεν αφήνει στο φιλόπτωχο την υλική
συμπαράσταση- «πήρε τον φάκελο κλειστό με σεβαστό ποσόν…, τον έδωσε αμέσων
κλειστό σε μια πτωχή, είχε κόψει μισθό σε έντεκα οικογένειες χήρων και ορφανών.
…Χρόνια διατηρεί το επίδομα…», «περνούσε πολύ χρήμα από τα χέρια του, αλλ’
αμέσως το διοχέτευε στην ελεημοσύνη», προσεύχεται για να βρει κάποιος
οικογενειάρχης δουλειά, προσεύχεται για ν’ απαλλαγεί από τους στομαχικούς
πόνους μια ενορίτισσα του, και ακόμη, και μετά το θάνατο του, προσωπικά
του αντικείμενα ή και μια ευχή στ’ όνομα του έδιναν λύση σε επείγοντα σωματικά
προβλήματα.
Οι πράξεις του αυτές είχαν καλλιεργήσει ένα σεβασμό του ποιμνίου του, που
τον συνόδευε σε κάθε του βήμα. Τον υποδέχονταν με χαρά και προσπαθούσαν
να έρθουν σε επαφή μαζί του, να πάρουν την ευλογία του- ακόμη και οι οδηγοί θα
είχαν εκείνη τη μέρα περισσότερα κέρδη! Δεν ενδιαφέρονταν για
την πτωχική εξωτερική του εμφάνιση, ούτε και για το ότι ήταν κατά κόσμο
αμόρφωτος. Όμως και ο παπα Νικόλας καταλάβαινε την αγάπη τους, δεν τη εκμεταλλεύονταν
και δεν αδιαφορούσε όταν κάποιο «παιδί του» ετοίμαζε κάτι γι’ αυτόν.
Πρόθυμα ο παπα-Νικόλας συγχωρεί τις πράξεις των άλλων που τον έχουν ως
στόχο. Συγχωρεί τον νεωκόρο που τον μούντζωνε, συγχωρεί αυτούς που θέλουν να τον
εμπαίξουν. Αυτό, όμως, που δεν συγχωρεί είναι η
ασυγχωρησία: Θεωρούσε ένοχο έναν κληρικό που είχε αφορίσει μια κυρία και πέθαναν και
οι δύο ασυγχώρητοι.
Κυριότερο μέσο αγωγής είχε το παράδειγμα και την έμπρακτη νουθεσία. Εξηγεί σε μια «κόρη
του» γιατί να μην θυμώνει και λέει: «και ‘γω δεν ξέρω να μιλήσω; ξέρω, αλλά
σκέφτομαι το αποτέλεσμα και έτσι σιωπώ».
Πηγαίνει νωρίς σ’ ένα σπίτι για να μπορέσει να λειτουργήσει την επόμενη, δίνοντας την αφορμή στο σπιτικό εκείνο να συλλειτουργηθεί μαζί του. Ελέγχει με πολύ όμορφο
τρόπο τη συμπεριφορά των άλλων και του κάνει να καταλάβουν το βαθύτερο αίτιο
των σφαλμάτων τους, «έβαλε κανόνα» σε ένα αστεφάνωτο ζευγάρι μόνο όταν τους
καλλιέργησε πνευματικά, και εξηγεί με πολύ αγάπη σε μια γυναίκα που ζούσε
παράνομα για ποιο λόγο δεν μπορεί να αποδεχθεί το πρόσφορο της. Έτσι η γυναίκα καταλαβαίνει ότι δόγμα και ήθος είναι ένα και το αυτό.
Το ιερό προσκύνημα είναι είναι μικρό παρεκκλήσιο επί της Λ.Βουλιαγμένης στην Αθήνα
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου